- υπουρανιος
- ὑπουράνιοςὑπ-ουράνιος2(ᾰ)1) поднебесный
(πετεηνά Hom.)
2) восходящий до неба(κλέος Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πετεηνά Hom.)
(κλέος Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπουράνιος — under heaven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπουράνιος — ον, θηλ. και ία, ΜΑ αυτός που φτάνει ώς τον ουρανό, ουρανομήκης («ὑπουράνιον κλέος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό, κάτω από το στερέωμα («ὑπουρανίων πετεηνῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπουράνιοι οι θεοί … Dictionary of Greek
ὑπουράνιον — ὑπουράνιος under heaven masc/fem acc sg ὑπουράνιος under heaven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουρανίου — ὑπουράνιος under heaven masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουρανίους — ὑπουράνιος under heaven masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουρανίων — ὑπουράνιος under heaven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουράνια — ὑπουράνιος under heaven neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουράνιοι — ὑπουράνιος under heaven masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)